κάτοινος

From LSJ
Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτοινος Medium diacritics: κάτοινος Low diacritics: κάτοινος Capitals: ΚΑΤΟΙΝΟΣ
Transliteration A: kátoinos Transliteration B: katoinos Transliteration C: katoinos Beta Code: ka/toinos

English (LSJ)

ον,

   A drunken with wine, E.Ion 553 (troch.).    2 addicted to wine, D.S.5.26.    3 wine-coloured, Vett.Val.1.13.

German (Pape)

[Seite 1403] weinberauscht, trunken; Eur. Ion 553; D. Sic. 5, 26; von Phryn. in B. A. 23 statt θωρηχθείς empfohlen.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοινος: -ον, μεθυσμένος ἐξ οἴνου, Εὐρ. Ἴων 553, Διόδ. 5. 26, Φρύν. ἐν Α. Β. 43. 12.

Greek Monolingual

κάτοινος, -ον (Α)
1. μεθυσμένος («ἔμφρον' ἤ κάτοινον ὄντα;», Ευρ.)
2. επιρρεπής στην οινοποσία, φιλοπότης
3. αυτός που έχει το χρώμα του οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οινος (< οἶνος), πρβλ. έν-οινος, πάρ-οινος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτ-οινος -ον dronken.

Russian (Dvoretsky)

κάτοινος: опьяненный вином, хмельной Eur., Diod.