λαῖμα

From LSJ
Revision as of 23:26, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαῖμα Medium diacritics: λαῖμα Low diacritics: λαίμα Capitals: ΛΑΙΜΑ
Transliteration A: laîma Transliteration B: laima Transliteration C: laima Beta Code: lai=ma

English (LSJ)

ατος, τό, dub. in Ar.Av.1563 (λαῖτμα cod. Ven., λαῖγμα (cf. λαίγματα) Bentley).

German (Pape)

[Seite 7] τό, = λῆμα, mit Anspielung auf λαιμός u. αἷμα, Ar. Av. 1559; doch schwankt die Lesart u. die Erkl.

Greek (Liddell-Scott)

λαῖμα: τό, ἄδηλός τις λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1563· τὸ Ἑνετ. Ἀντίγραφ. λαῖτμα, ὅθεν ὁ Bentl. διώρθωσε λαῖγμα, θυσία, θῦμα (ἴδε λαῖγμα).

Greek Monolingual

τα
βλ. λαιμός.

Greek Monotonic

λαῖμα: -ατος, τό, πιθ. όπως το λαιμός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λαῖμα: ατος τό предполож. кровь, по по друг. - принесение в жертву (Arph. - v. l. λαῖγμα).