παλιμπρυμνηδόν
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
Adv.
A stern-foremost, E.IT1395, from Hsch., who expl. it οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν.
German (Pape)
[Seite 449] rückwärts, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπρυμνηδόν: Ἐπίρρ., μὲ τὴν πρύμναν πρὸς τὰ ἐμπρός, «ὀπισθόκωλα», ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. καὶ Δινδ. ἐν Εὐριπ. Ι. Τ. 1395, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ὅστις ἑρμηνεύει: οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec la poupe retournée, à reculons.
Étymologie: πάλιν, πρύμνα, -δον.
Greek Monolingual
παλιμπρυμνηδόν (Α)
επίρρ. (για πλοίο) με την πρύμνη προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρυμνηδόν].
Greek Monotonic
πᾰλιμπρυμνηδόν: (πρύμνα), επίρρ., με την πρύμνη προς τα εμπρός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμπρυμνηδόν: adv. кормою вперед (ὠθεῖν Eur.).