ὄρμενος

From LSJ
Revision as of 01:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρμενος Medium diacritics: ὄρμενος Low diacritics: όρμενος Capitals: ΟΡΜΕΝΟΣ
Transliteration A: órmenos Transliteration B: ormenos Transliteration C: ormenos Beta Code: o)/rmenos

English (LSJ)

or ὅρμενος, ὁ,

   A shoot, sprout, or stem, stalk, = ἀσφάραγος 11, esp. = κραμβοσπάραγον, Diph. Siph. ap. Ath.2.62f, Hsch.: pl. ὄρμενοι Poll.6.61 ; but also ὄρμενα Posidipp.24, cf. Phryn.PSp.67 B., EM 161.4 ; dat. pl., Jul.Or.5.176a. (Cf. ὄρμενος, aor. part. Med. of ὄρνυμι.)

German (Pape)

[Seite 381] oder ὅρμενος, ὁ (ορ), Schoß, Stiel, Stengel, im plur. ὄρμενα, τά, Phryn. p. 111; τῶν λαχάνων αἱ ἄκανθαι ὄρμενα καλοῦνται, bes. vom Kohl, Ath. II, 62 e u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρμενος: ἢ ὅρμενος, ὁ, βλαστός, ἢ καυλός, Ἀθήν. 62F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρμενος· οἱ μὲν τῆς κράμβης τὸ ἐντὸς κύημα. οἱ δὲ τὸν ἄγριον ἀσπάραγον. ἄλλοι πᾶν τὸ ἐκκεκαυλημένον»· ― πληθ. ὄρμενοι, Πολυδ. Ϛϳ. 61· ἀλλ’ ὡσαύτως ὄρμενα, Ποσείδιππος ἐν «Συντρόφοις» 2, πρβλ. Α. Β. 38, Ἐτυμολ. Μέγ. 161. 3. (Πρβλ. ὄρμενος, μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ ὄρνυμι.)

French (Bailly abrégé)

part. ao. Moy. sync. de ὄρνυμι.

English (Autenrieth)

see ὄρνῦμι.

Greek Monotonic

ὄρμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὄρμενος: эп. part. aor. 2 med. к ὄρνυμι.