παντορέκτης

From LSJ
Revision as of 01:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντορέκτης Medium diacritics: παντορέκτης Low diacritics: παντορέκτης Capitals: ΠΑΝΤΟΡΕΚΤΗΣ
Transliteration A: pantoréktēs Transliteration B: pantorektēs Transliteration C: pantorektis Beta Code: pantore/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥέζω)

   A = πανοῦργος, Ἔρως Anacreont.10.11, cf. Porph.Abst.1.42, Jul.Or.6.197b.    II (ὀρέγομαι) all-desiring, Adam.1.16, 2.41.

German (Pape)

[Seite 464] ὁ, Alles thuend, Ἔρως Anacr. 10, 11, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντορέκτης: -ου, ὁ, (ῥέζω) παντουργός, Ἀνακρεόντ. 10. 11, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42, Ἰουλιαν. 197Β. ΙΙ. (ὀρέγομαι) ὁ τῶν πάντων ὀρεγόμενος, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 1. 7 και 13.

Greek Monolingual

(I)
και παντορέκτης, ὁ, Α
αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο-ρρέκτης].———————— (II)
ὁ, Α
αυτός που επιθυμεί τα πάντα, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ὀρέγω (πρβλ. κακ-ορέκτης)].

Russian (Dvoretsky)

παντορέκτης: ου adj. m все созидающий (Ἔρως Anacr.).