παράκοπος
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, metaph.,
A frenzied, frantic, distraught, A.Pr.581 (lyr.); λῆμα π. E.Ba. 1000 (lyr.) ; π. κινήματα τῆς διανοίας Metrod. Herc.831.2 ; π.διὰ μέθην Sor. 1.39 : c. gen., π. φρενῶν E.Ba.33 ; π. δόξα φρενῶν Tim.Pers.77. II counterfeit, παράσημοι καὶ π. χλιδαί Ph.1.261.
German (Pape)
[Seite 484] verschlagen, verfälscht, übertr. wahnsinnig; Aesch. Pers. 582; παράκοποι φρενῶν, Eur. Bacch. 33; λύσσῃ παράκοπος, Ar. Thesm. 668.
Greek (Liddell-Scott)
παράκοπος: -ον, μεταφορ. (ἴδε παρακόπτω ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, παράφρων, Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a l’esprit frappé, fou.
Étymologie: παρακόπτω.
Greek Monolingual
-ον, Α παρακόπτω
1. πλαστός, κίβδηλος, νόθος
2. μτφ. παράφρονας, τρελός.
Greek Monotonic
παράκοπος: -ον (παρακόπτω II), παράφρων, παρανοϊκός, σε Αισχύλ.· επίσης, παράκοπος φρενῶν, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράκοπος -ον [παρακόπτω] waanzinnig; met gen.. παράκοποι φρενῶν geestelijk gestoorden ( lett. van hun verstand beroofd) Eur. Ba. 33.
Russian (Dvoretsky)
παράκοπος: (тж. π. φρενῶν Eur.) помешанный, обезумевший: λύσσῃ π. Arph. охваченный бешенством.