πλουτοκρατία

From LSJ
Revision as of 02:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτοκρᾰτία Medium diacritics: πλουτοκρατία Low diacritics: πλουτοκρατία Capitals: ΠΛΟΥΤΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: ploutokratía Transliteration B: ploutokratia Transliteration C: ploutokratia Beta Code: ploutokrati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A oligarchy of wealth, X.Mem.4.6.12, Men.Rh.p.359 S.

German (Pape)

[Seite 638] ἡ, Herrschaft des Reichthums, der Reichen, Xen. Mem. 4, 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτοκρᾰτία: ἡ, ὀλιγαρχία συνισταμένη ἐκ τῶν πλουσίων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gouvernement ou domination des riches.
Étymologie: πλοῦτος, κράτος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πλουτοκρατούμαι
1. κυριαρχία τών ισχυρών του πλούτου, ολιγαρχία που αποτελείται από πλουσίους
2. κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο οποίο η εξουσία ασκείται από την οικονομικά ισχυρή τάξη, από τους ισχυρούς του πλούτου
3. η τάξη τών πλουσίων, οι πλούσιοι ως άρχουσα κοινωνική τάξη.

Greek Monotonic

πλουτοκρᾰτία: ἡ (κρατέω), πλουτοκρατία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πλουτοκρᾰτία: ἡ плутократия, власть богачей Xen.