συμπεριέλκω

From LSJ
Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριέλκω Medium diacritics: συμπεριέλκω Low diacritics: συμπεριέλκω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΕΛΚΩ
Transliteration A: symperiélkō Transliteration B: symperielkō Transliteration C: symperielko Beta Code: sumperie/lkw

English (LSJ)

   A drag about together, in Pass., c. dat., PSI5.495.16 (iii B.C.), Placit.2.20.13.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριέλκω: περιέλκω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 190Β, Γαλην. 19. 276.

French (Bailly abrégé)

tirer ou traîner ensemble tout autour.
Étymologie: σύν, περιέλκω.

Greek Monolingual

Α
περιέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιέλκω «τραβώ εδώ και εκεί»].

Greek Monolingual

Α
περιέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιέλκω «τραβώ εδώ και εκεί»].

Russian (Dvoretsky)

συμπεριέλκω: увлекать вокруг, уносить с собой: συμπεριελκόμενος τῇ κινήσει Plut. увлекаемый вращательным движением.