συνδημιουργός
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ,
A fellow-workman, Pl. Lg.671d. II Dor. συνδᾱμιοργοί, τοί, fellow-δαμιοργοί, of magistrates in Locris, IG9(1).335 (V B.C.).
German (Pape)
[Seite 1006] mit verfertigend, Mitschöpfer, Miturheber, τῶν νόμων Plat. Legg. II, 671 d.
Greek (Liddell-Scott)
συνδημιουργός: ὁ, ὁ συνδημιουργῶν, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλου δημιουργῶν τι, Πλάτ. Νόμ. 671D, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 616A.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α δημιουργός
1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)
2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί
(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α δημιουργός
1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)
2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί
(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-δημιουργός -οῦ, ὁ medewerker (van), collega (van), met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνδημιουργός: ὁ сотрудник, помощник Plat.