τρισάσμενος

From LSJ
Revision as of 04:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάσμενος Medium diacritics: τρισάσμενος Low diacritics: τρισάσμενος Capitals: ΤΡΙΣΑΣΜΕΝΟΣ
Transliteration A: trisásmenos Transliteration B: trisasmenos Transliteration C: trisasmenos Beta Code: trisa/smenos

English (LSJ)

η, ον,

   A thrice-pleased, most willing, X.An.3.2.24.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάσμενος: -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui fait qch très volontiers.
Étymologie: τρίς, ἄσμενος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
προθυμότατος («καὶ ἡμῑν γ' ἂν οἶδ' ὅτι τρισάσμενος ταῡτ' ἐποίη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄσμενος «ευτυχής»].

Greek Monotonic

τρισάσμενος: -η, -ον, τρεις φορές ευχαριστημένος, τρεις φορές πρόθυμος, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-άσμενος -η -ον heel graag, pers. constr.: ἡμῖν ἂν... τρισάσμενος ταῦτ ’ ἐποίει voor ons zou hij dat heel graag doen Xen. An. 3.2.24.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάσμενος: трижды довольный: οἶδ᾽ ὅτι τ. ταῦτ᾽ ἐποίει Xen. знаю, что он сделал бы это с величайшим удовольствием.