Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλάγων

From LSJ
Revision as of 05:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάγων Medium diacritics: φιλάγων Low diacritics: φιλάγων Capitals: ΦΙΛΑΓΩΝ
Transliteration A: philágōn Transliteration B: philagōn Transliteration C: filagon Beta Code: fila/gwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A loving contests, κισσός AP7.708 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1274] ωνος, den Wettkampf, Wettstreit liebend, bei Wettkämpfen gebräuchlich, κισσός Diosc. 30 (VII, 708).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάγων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἀγῶνας, κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 708, πρβλ. Ἀθήν. 241F.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui aime les combats, la lutte.
Étymologie: φίλος, ἀγών.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που αγαπά τους αγώνες
2. αυτός που χρησιμοποιείται ως βραβείο σε αγώνες («τὸν φιλάγωνα κισσόν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀγών, -ῶνος].

Greek Monotonic

φῐλάγων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους αγώνες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλάγων: ωνος adj. любящий состязания, т. е. украшающий победителей (κισσός Anth.).