κήομεν
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
(or κείομεν), Ep. for κήωμεν,
A v. καίω.
Greek (Liddell-Scott)
κήομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀορ. ἀντὶ κήωμεν, ἴδε ἐν λέξ. καίω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. épq. (p. κήωμεν) sbj. ao. de καίω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
κήομεν: Επικ. αντί κήωμεν, αʹ πληθ. αορ. αʹ υποτ. του καίω.
Russian (Dvoretsky)
κήομεν: эп. (= κήωμεν) 1 л. pl. conjct. к καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήομεν ep. conj. aor. van κάω.