πολυμαθής

From LSJ
Revision as of 08:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμᾰθής Medium diacritics: πολυμαθής Low diacritics: πολυμαθής Capitals: ΠΟΛΥΜΑΘΗΣ
Transliteration A: polymathḗs Transliteration B: polymathēs Transliteration C: polymathis Beta Code: polumaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A having learnt or knowing much, Ar.V.1175, Democr.64, Pl.Lg.811a: Comp. -έστερος Aristeas 137: Sup. -έστατος Phld.Vit.p.35J.; Ἀριστοτέλης Ath.9.398e, cf. Dam. Isid.168, Lyd.Mag.1.5.

German (Pape)

[Seite 666] ές, viel gelernt habend, viel wissend; Ar. Vesp. 1175; Plat. Legg. VII, 810 e; Xen. Mem. 4, 4, 6; Isocr. 1, 18; superl. πολυμαθέστατος Luc. Philopatr. 13; Ath. XV, 596 a, wie Aristoteles.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμᾰθής: -ές, ὡς καὶ νῦν, ὁ πολλὰ μαθὼν ἢ γινώσκων, Ἀριστ. Σφ. 1175, Πλάτ. Νόμ. 810Ε. Ἐπίρρ. -θῶς, Κλήμ. Ἀλ. σ. 805Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui sait beaucoup, très savant.
Étymologie: πολύς, μανθάνω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει μάθει και γνωρίζει πολλά, αυτός που έχει πολλές γνώσεις.
επίρρ...
πολυμαθῶς Α
με πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μαθής (< μάθος, το «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο-μαθής].

Greek Monotonic

πολῠμᾰθής: -ές (μαθεῖν), αυτός που έχει μάθει ή γνωρίζει πολλά, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πολυμᾰθής: много знающий, весьма ученый, образованнейший Arph. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμαθής -ές [πολύς, μανθάνω] geleerd.