συρραφή

From LSJ
Revision as of 09:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρρᾰφή Medium diacritics: συρραφή Low diacritics: συρραφή Capitals: ΣΥΡΡΑΦΗ
Transliteration A: syrraphḗ Transliteration B: syrraphē Transliteration C: syrrafi Beta Code: surrafh/

English (LSJ)

ἡ,

   A sewing together, seam, Hp.Off.9, Heliod. ap. Orib.48.50.1, 48.58.4, Sor.Fasc.47.

Greek (Liddell-Scott)

συρρᾰφή: ἡ, τὸ συρράπτειν, συναρμογή, συνειρμός, Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συρράπτω
σύναψη με ραφή, ράψιμο
νεοελλ.
1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση
2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρρᾰφή -ῆς, ἡ [συρράπτω] het aan elkaar naaien, hechting.