συνεκδρομή

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκδρομή Medium diacritics: συνεκδρομή Low diacritics: συνεκδρομή Capitals: ΣΥΝΕΚΔΡΟΜΗ
Transliteration A: synekdromḗ Transliteration B: synekdromē Transliteration C: synekdromi Beta Code: sunekdromh/

English (LSJ)

ἡ,

   A running out together: metaph., following the same rule, analogy, A.D.Adv.142.9, Synt. 49.14, Simp. in Ph.274.25, Eust.341.22, EM66.52.

German (Pape)

[Seite 1012] ἡ, gemeinschaftliches Auslaufen, gemeinschaftlicher Ausfall u. Angriff, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκδρομή: ἡ, τὸ συνεκτρέχειν μεταφ., ὁ κατ’ ἀναλογίαν ἄλλης λέξεως σχηματισμός, Α. Β. 552, Εὐστ. 431. 23, Ἐτυμ. Μέγ. 66, 50-2., 44, 16· ἴδε ἀκαμαντοχάρμας.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
1. η από κοινού εξόρμηση, έφοδος
2. μτφ. (για λέξεις) αναλογία, ομοιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκδρομή «εξόρμηση, μετάβαση». Η λ. αποτελεί εκφραστικό της ρημ. ενέργειας του ρ. συνεκτρέχω.

Russian (Dvoretsky)

συνεκδρομή: ἡ грам. отклонение по аналогии, аналогическая неправильность.