κανθύλη

From LSJ
Revision as of 01:45, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθύλη Medium diacritics: κανθύλη Low diacritics: κανθύλη Capitals: ΚΑΝΘΥΛΗ
Transliteration A: kanthýlē Transliteration B: kanthylē Transliteration C: kanthyli Beta Code: kanqu/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A swelling, tumour, A.Fr.220.

German (Pape)

[Seite 1321] ἡ, Geschwulst, Geschwür, Aesch. frg. 197.

Greek (Liddell-Scott)

κανθύλη: ἡ, οἴδημα, πρήξιμον, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 216.

Greek Monolingual

κανθύλη, ἡ (Α)
εξόγκωμα, οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. gund «έλκος» και το γοτθ. gunds «έλκος». Στην περίπτωση αυτή όμως το αρχικό θ. θα πρέπει να ήταν είτε αρχικό κονθ-, είτε μεταπτωτικό καθ- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -η-) με ανάπτυξη του -ν- εκ τών υστέρων (πρβλ. λαγχ-άνω < θ. λαχ-, χανδ-άνω < θ. χαδ-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική προέλευση της λ. οπότε συνδέεται πιθ. με τα κάνθων, κανθός. Η άποψη αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα].

Russian (Dvoretsky)

κανθύλη: ἡ опухоль, нарыв Aesch.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: swelling, tumour, only in κανθύλας τὰς ἀνοιδήσεις. Αἰσχύλος Σαλαμινίαις (Fr. 220) H. (on alphabet. incorrect place); also κονθηλαί αἱ ἀνοιδήσεις H. -
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The comparison with a Germanic word for ulcer, pus, e. g. OHG gund, Goth. gunds γάγγραινα (Holthausen KZ 28, 282), would require κονθ- or that κανθ- is secondary for *καθ-; "zur letzteren, sehr entfernten Möglichkeit Schwyzer 343 Zus. 1". Strömbergs proposal, Wortstudien 94, to derive κανθύλη from the name of the ass, κάνθων, κανθήλιος, is semant. not convincing. - The variation α\/ο is Pre-Greek, as is the suffix (Fur. 201 n. 14).