νῆσσα

From LSJ
Revision as of 06:15, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῆσσα Medium diacritics: νῆσσα Low diacritics: νήσσα Capitals: ΝΗΣΣΑ
Transliteration A: nē̂ssa Transliteration B: nēssa Transliteration C: nissa Beta Code: nh=ssa

English (LSJ)

   A v. νῆττα.

German (Pape)

[Seite 254] ἡ, die Schwimmende (νέω), die Ente, Luc. Iud. Voc. 8. S. das att. νῆττα.

Greek (Liddell-Scott)

νῆσσα: ἴδε ἐν λ. νῆττα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
canard, oiseau.
Étymologie: νέω².

Greek Monolingual

η (Α νῆσσα και αττ. τ. νῆττα και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα)
γένος νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών νησσιδών, κν. πάπια
νεοελλ.
φρ. «ποιεί την νήσσαν» — υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι δεν ξέρει, αλλ. κάνει την πάπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. ntiә «πάπια» με n- φωνηεντικό, θ. σε -ti- (πρβλ. λιθουαν. antis, αρχ. ινδ. ātī, αμφίβολης σημ., λατ. anas, anatis, αρχ. άνω γερμ. anut κ.λπ.), λαρυγγικό φθόγγο (απ' όπου το μακρό φωνήεν nā- του τ., πρβλ. νᾶσσα) και κατάλ. - χαρακτηριστική θηλυκών ονομάτων ζώων (πρβλ. κίσσα, μέλισσα). Η σύνδεση της λ. με το θέμα νη- του νήχω «κολυμπώ» δεν φαίνεται πιθανή].

Greek Monotonic

νῆσσα: βλ. νῆττα.

Russian (Dvoretsky)

νῆσσα: атт. νῆττα, беот. νᾶσσανέω II] утка Her., Arph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: Att. νῆττα, Boeot. (Ar. Ach. 875) νᾶσσα f. duck (IA.).
Derivatives: Diminutiva νηττάριον (Ar., Men.), νηττίον (Nicostr. Com.), νησσίον (pap. VI--VIIp).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [41] *h₂enh₂t- duck.
Etymology: Formation in -ια like μυῖα, κίσσα and many other animal-names (Chantraine Form. 98). Besides there is in Baltic, partly also in Slavic an i-stem, e.g. Lith. ántis, WRuss. úc f. (PSlav. *ǫtь) duck, perhaps also in Skt. ātí-, ātī́ f. name of a waterbird (because of the unknown meaning not certain, s. Mayrhofer s.v.); in Slavic also an ū-stem, e.g. ORuss. uty, gen. utъve (PSlav. *ǫty). We must start from a t-stem, which was in diff. ways extended, but in Lat. anas, anat-is, gen. pl. anat(i)um, partly also in German., e.g. OHG anut (pl. enti i-st.), OWNo. pl. endr (sg. ǫnd second. ō-stem) still retained. On the complicated ablaut s. Schwyzer 361, Kuhn KZ 71, 146. -- Details w. lit. in WP. 1,60, Pok. 41 f., W.-Hofmann s. anas, Fraenkel s. ántis, Vasmer s. útka I. The form h2enHt- however, suggested by Lithuaninan and Latin, would give *ἀν- in Greek. No sulution has been found for this. Rix. HS 104(1991)186-192 suggested a dissimilation of h₂ - h₂ to s - h₂, with adaptation to the root of νήχ-ω swim, which is only a remote possibility.