ῥάδαμνος

From LSJ
Revision as of 07:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

German (Pape)

[Seite 830] ὁ, junger Zweig, Trieb, Schoß, Reiß, Gerte, Sp., wie Nic. Ther. 92; LXX. u. VLL., Suid. erkl. ὁ τοῖς φύλλοις κομῶν ἀκρέμων τοῦ δένδρου καὶ σκιὰν ἐκτελῶν.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάδαμνος: ὁ, ἴδε ὀρόδαμνος. - Καθ’ Ἡσύχ.: ῥάδαμνος· βλαστὸς ἁπαλός, κλάδος, ἄνθος, ὅρπαξ καὶ τὰ τοιαῦτα».

Greek Monolingual

και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α
απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ-αμνος / ῥόδ-αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό /ο και επίθημα -(α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, -ῖκος (πρβλ. λατ. radix «ρίζα» και ραδίκι) με μακρό φωνηεντισμό και επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. σπάδ-ιξ, σκάνδ-ιξ) ανάγονται στην ΙΕ ρίζα wrā-d- / wrә2-d- «βλαστός, βέργα, ρίζα». Στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθανότατα και η λ. ῥίζα. Η άποψη, τέλος, ότι οι τ. είναι μεσογειακής προέλευσης δεν φαίνεται πιθανή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: branch, twig, shoot (LXX, Suid., H.).
Other forms: also ῥόδαμνος H. and ῥάδαμον καυλόν, βλαστόν (coni. Nic. Al. 92) with ῥαδαμεῖ βλαστάνει H.
Derivatives: ῥαδαμνώδης (sch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With ῥάδαμνος cf. θάμνος, ῥάμνος (with ν-suffix; s. vv.), also σφέν-δαμνος, στάμνος a.o.; with ῥάδιξ cf. σπάδιξ, σκάνδιξ a.o. (Chantraine Form. 191 a. 215 f. resp. 382). With ῥάδιξ agrees formally Lat. rādīx root, if from IE *u̯rād-; semant. closer is Lat. rāmus branch, twig, which may stand for *u̯rād-mo-; beside it with short vowel ῥάδ-αμνος wich cannot continue IE *u̯rǝd- = *u̯r̥h₂d- (which would give a long α); cf. ῥίζα w. lit. One compares also ῥαδινός a.o. (s.v.). . -- After Alessio Studi etr. 18, 413 a. o. (s. Belardi Doxa 3, 218; rejecting) Mediterranean. Mann Lang. 17,20 and 28, 37 reminds of Alb. rrânzë root. Cf. ῥάδιξ -ικος m. branch, twig (Nik.), palm leave (D. S.). -- (Aeol.) ὀρόδαμνος points to Ϝροδ. The word is no doubt Pre-Greek.