μελισσουργέω
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
Att. μελιττ-,
A to be a bee-master, Arist.HA624a21 (prob.), Poll.1.254.
German (Pape)
[Seite 124] ein Bienenzüchter sein, Poll. 1, 254.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσουργέω: Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι μελισσουργός, Πολυδ. Α΄, 234· πρβλ. μελιτουργέω.