αναδοσιά

From LSJ
Revision as of 12:39, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

(I)
και ανεδοσιά, η ανάδοση (ις)] 1
υγρασία που αναδίδεται από τη γη, άχνη, υδρατμός
2. οσμή που προέρχεται από την υγρασία του δαπέδου, τών τοίχων κ.ά., δυσοσμία, κακοσμία, απόπνοια.
(II)
και ανεδοσιά, η
1. άρνηση του να δώσει κανείς κάτι, φιλαργυρία, τσιγγουνιά
2. (για αγρούς κ.λπ.) έλλειψη γονιμότητας, αφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + δοσιά < δόση.