άσαρκος

From LSJ
Revision as of 12:56, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM ἄσαρκος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο ισχνός
2. εκείνος που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «ἄσαρκος τέττιξ»)
αρχ.
1. (για τροφή ή δίαιτα) όποιος δεν περιέχει κρέας
2. ο μη σαρκικός, ο πνευματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σαρκος < σαρξ].
(II)
ἄσαρκος, -ον (Α)
ο σαρκώδης ή ο παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-(αθροιστικό) + -σαρκος < σαρξ].