μόδα

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόδα Medium diacritics: μόδα Low diacritics: μόδα Capitals: ΜΟΔΑ
Transliteration A: móda Transliteration B: moda Transliteration C: moda Beta Code: mo/da

English (LSJ)

στρώματα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μόδα: «στρώματα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
μόδα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρώματα».
(II)
η
οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική σφαίρα, στον τρόπο ζωής και, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με ενδύματα, χρώματα, κόμμωση, κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. συρμός («το μπλε χρώμα είναι της μόδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. moda < λατ. modus «τρόπος»].