μεριστός

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριστός Medium diacritics: μεριστός Low diacritics: μεριστός Capitals: ΜΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: meristós Transliteration B: meristos Transliteration C: meristos Beta Code: meristo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A divided, Pl.Prm.144d; τὸ κατὰ τὰ σώματα μ. Id.Ti.35a; μ. ψυχαί, φύσεις, separate, individual, Jul.Or.4.151c; δημιουργία ib. 144a, Or.5.179b, cf. Plot.1.1.8; ὁ μ. λόγος reason with its inevitable distinctions, Dam.Pr.41.    II divisible, Pl.Prm.131c; μ. ψυχὴ ἢ ἀμερής Arist. de An.402b1; ἅπαν [συνεχὲς] εἰς ἄπειρα μ. Id.Ph.239a22, cf. Timo 76; ὅσα μ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας divisible among them, Arist.EN1130b32; τὸ μ. Iamb. Comm.Math.1. Adv. -τῶς Id.Myst.1.18, Porph.Sent.33, Procl.Inst.195.

German (Pape)

[Seite 135] getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.

Greek (Liddell-Scott)

μεριστός: -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. διαιρετός, αὐτόθι 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ ψυχή ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ χρόνος εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων μέρος εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 partagé, divisé;
2 qu’on peut partager, divisible.
Étymologie: μερίζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μεριστός, -ή, -όν) μερίζω
1. αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί
2. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε διαίρεση, διαιρετός («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ ἀμερής», Αριστοτ.)
αρχ.
φρ. α) «μεριστὴ δημιουργία» — η επιμέρους δημιουργία, τα καθέκαστα της δημιουργίας
β) «μεριστός λόγος» — λόγος που έχει τις απαραίτητες διακρίσεις του.
επίρρ...
μεριστῶς (ΑM)
με διαιρετό τρόπο.

Greek Monotonic

μεριστός: -ή, -όν, διαιρεμένος, αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μεριστός:
1) разделенный Plat.;
2) делимый (μ. ἢ ἀμερής Arst., Plut.): μ. εἰς ἄπειρα Arst. делимый до бесконечности.