ἀποδοκιμάω
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
English (LSJ)
A = ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.
Spanish (DGE)
rechazar οὐδένα Hdt.1.199.
Greek Monotonic
ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδοκῐμάω: ион. = ἀποδοκιμάζω.
Middle Liddell
= ἀποδοκιμάζω
to reject, Hdt.