ἐφικάνω
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
[ᾱ], = sq.,
A χαλεπὸν δ' ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Od.11.196; ὅσον τ' ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι Parm.1.1.
German (Pape)
[Seite 1119] = Folgdm; als Tmesis rechnet man hierher χαλεπὸν δ' ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Od. 11, 196.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφικάνω: τῷ ἑπομ., χαλεπὸν δ’ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Ὀδ. Λ. 196.
Greek Monolingual
διαφ. τ. του αφικνούμαι («χαλεπὸν δὲ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκάνω «φθάνω»].
Greek Monotonic
ἐφικάνω: = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
= ἐφικνέομαι, Od.]