ῥάκιον
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
τό, Dim. of ῥάκος, mostly in pl.,
A rags, Ar.Ach.412, V.128, al.: in sg., ῥάκιόν τι τοῦ παλαιοῦ δράματος Id.Ach.415; of a tattered flag, Them.Or.16.210b. [ῥᾱκ- in BCH51.326 (Athens), pl.]
German (Pape)
[Seite 833] τό, dim. von ῥάκος; Ar. Ach. 387 Vesp. 128 u. öfter; Luc. D. mort. 1, 2 Gall. 26 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάκιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ῥάκος, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ῥάκι’ ἐκ τραγῳδίας Ἀριστοφ. Ἀχ. 412, Σφ. 128, κ. ἀλλ.· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, ῥάκιόν τι τοῦ παλαιοῦ δράματος Ἀχ. 415.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
loque, haillon.
Étymologie: dim. de ῥάκος.
Greek Monolingual
τὸ, Α ῥάκος
(με υποκορ. σημ.)
1. μικρό ράκος, κουρελάκι
2. πιθ. επίδεσμος από κουρέλι
3. σημαία από κουρέλια.
Greek Monotonic
ῥάκιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ῥάκος, κουρέλι· κενός, κυρίως, στον πληθ., ῥάκια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ῥάκιον: (ᾰ) τό [demin. к ῥάκος
1) (преимущ. pl.) лохмотья Arph.;
2) перен. лоскут, обрывок, клок (ῥ. τι τοῦ δράματος Arph.).
Middle Liddell
ῥά˘κιον, ου, τό, [Dim. of ῥάκος
a rag, in pl. rags, Ar.