στειλειόν

From LSJ
Revision as of 01:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

German (Pape)

[Seite 933] τό, der Stiel der Axt, der in das Oehr, στειλειά, gesteckt wird, ἐν αὐτῷ (πελέκει) στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάϊνον, εὖ ἐναρηρός, Od. 5, 236.

Greek (Liddell-Scott)

στειλειόν: τό, τὸ ξύλον δι’ οὗ κρατεῖται ὁ πέλεκυς, τὸ «στειλιάρι», εἰσερχόμενον εἰς τὴν ὀπὴν τὴν καλουμένην στειλειή. Ὀδ. Ε. 236· ― ὡσαύτως στειλειός, ὁ, Αἴσωπ. 420 de Fur. (πρβλ. στειλαιός· καὶ στειλάριον, τό, Εὐστ. 1531. 39. Πρβλ. στελεόν, στέλεχος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
ion. et épq. c. στελεόν.

English (Autenrieth)

(στέλλω): axe-helve, handle, Od. 5.236†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στελεόν.

Greek Monotonic

στειλειόν: τό, λαβή, χερούλι, στειλιάρι τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

στειλειόν: τό топорище Hom.

Middle Liddell

στειλειόν, οῦ, [from στειλειή
the handle or helve of an axe, Od.