συνεκκαίδεκα

From LSJ
Revision as of 01:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκαίδεκα Medium diacritics: συνεκκαίδεκα Low diacritics: συνεκκαίδεκα Capitals: ΣΥΝΕΚΚΑΙΔΕΚΑ
Transliteration A: synekkaídeka Transliteration B: synekkaideka Transliteration C: synekkaideka Beta Code: sunekkai/deka

English (LSJ)

   A sixteen together, by sixteens, D.18.104.

German (Pape)

[Seite 1012] je sechszehn, immer sechszehn zusammen, Dem. 18, 104.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκαίδεκα: δεκαὲξ ὁμοῦ, κατὰ δεκαέξ, Δημ. 260, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
seize ensemble, seize par seize.
Étymologie: σύν, ἑκκαίδεκα.

Greek Monolingual

Α
1. δεκαέξι μαζί
2. ανά δεκαέξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκαίδεκα «δεκαέξι» (πρβλ. συν-τρεῖς)].

Greek Monotonic

συνεκκαίδεκα: δεκαέξι μαζί, ανά δεκαέξι μαζί, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκκαίδεκα telw. indecl. met zestien tegelijk.

Russian (Dvoretsky)

συνεκκαίδεκα: по шестнадцати Dem.

Middle Liddell


sixteen together, by sixteens, Dem.