μονόπαις

From LSJ
Revision as of 04:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπαις Medium diacritics: μονόπαις Low diacritics: μονόπαις Capitals: ΜΟΝΟΠΑΙΣ
Transliteration A: monópais Transliteration B: monopais Transliteration C: monopais Beta Code: mono/pais

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ,

   A only child, E.Alc. 906 (lyr.), Sammelb.5873.    II having one child, IG12(9).293 (Eretria, iv/iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 204] παιδος, ὁ, der einzige Sohn, Eur. Alc. 909.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπαις: -παιδος, ὁ, ἡ, «μοναχογιός», μονόπαις κόρος Εὐρ. Ἄλκ. 906.

French (Bailly abrégé)

-παιδος (ὁ, ἡ)
enfant unique.
Étymologie: μόνος, παῖς.

Greek Monolingual

μονόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. μοναχοπαίδι
2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + παῖς (πρβλ. πολύ-παις)].

Greek Monotonic

μονόπαις: -παιδος, ὁ, ἡ, μοναχοπαίδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονόπαις: παιδος ὁ и ἡ единственное дитя Eur.

Middle Liddell

μονό-παις,
an only child, Eur.