μονόπαις
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
παιδος, ὁ, ἡ,
A only child, E.Alc. 906 (lyr.), Sammelb.5873.
II having one child, IG12(9).293 (Eretria, iv/iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 204] παιδος, ὁ, der einzige Sohn, Eur. Alc. 909.
French (Bailly abrégé)
-παιδος (ὁ, ἡ)
enfant unique.
Étymologie: μόνος, παῖς.
Russian (Dvoretsky)
μονόπαις: παιδος ὁ и ἡ единственное дитя Eur.
Greek (Liddell-Scott)
μονόπαις: -παιδος, ὁ, ἡ, «μοναχογιός», μονόπαις κόρος Εὐρ. Ἄλκ. 906.
Greek Monolingual
μονόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. μοναχοπαίδι
2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + παῖς (πρβλ. πολύπαις)].
Greek Monotonic
μονόπαις: -παιδος, ὁ, ἡ, μοναχοπαίδι, σε Ευρ.
Middle Liddell
μονό-παις,
an only child, Eur.