παλίλλογος

From LSJ
Revision as of 04:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίλλογος Medium diacritics: παλίλλογος Low diacritics: παλίλλογος Capitals: ΠΑΛΙΛΛΟΓΟΣ
Transliteration A: palíllogos Transliteration B: palillogos Transliteration C: palillogos Beta Code: pali/llogos

English (LSJ)

ον, (λέγω B)

   A collected again, Il.1.126.

German (Pape)

[Seite 448] 1) wieder gesammelt, λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ' ἐπαγείρειν, das schon Vertheilte wieder zusammen zu bringen, Il. 1, 126, VLL. erkl. παλισύλλεκτα. – 2) das Gesagte wiederholend, widerrufend (?).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίλλογος: -ον, (λέγω Β, συλλέγω), ὁ ἐξ ὑπαρχῆς, συναγόμενος, Ἰλ. Α. 126.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rassemblé ou recueilli de nouveau.
Étymologie: πάλιν, λέγω².

English (Autenrieth)

(πάλιν, λέγω): gathered together again, Il. 1.126†.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια που ήδη έχει πει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λόγος].
(II)
παλίλλογος, -ον (Α)
αυτός που συναθροίζεται εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λόγος (< λέγω «συλλέγω»)].

Greek Monotonic

πᾰλίλλογος: -ον (λέγω, συλλέγω
I. αυτός που συλλέγεται πάλι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (λέγω, λέω) αυτός που επαναλαμβάνεται.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίλλογος -ον [πάλιν, λέγω] opnieuw verzameld.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίλλογος: (о разделенной было добыче) вновь собранный, отобранный назад Hom.

Middle Liddell

πᾰλίλ-λογος, ον, [λέγω2, λέγω3]
I. to gather collected again, Il.
II. repeated. λέγω to say]