πόλεμόνδε
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
Ep. πτόλ-, Adv.
A into the fight, Il.2.872, al. II to the war, Od.11.448.
German (Pape)
[Seite 654] adv. von πόλεμος, in den Krieg, Kampf, Hom., bes. in der Il.
Greek (Liddell-Scott)
πόλεμόνδε: Ἐπικ. πτόλ-, ἐπίρρ., πρὸς τὸν πόλεμον, εἰς τὴν μάχην, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.).
French (Bailly abrégé)
adv.
à la guerre avec mouv.
Étymologie: πόλεμος, -δε.
Greek Monolingual
επικ. τ. πτολεμόνδε, Α
1. προς τη μάχη
2. προς τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλεμον του πόλεμος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πόλιν-δε)].
Greek Monotonic
πόλεμόνδε: Επικ. πτόλ- (πόλεμος)· επίρρ., στον πόλεμο, μέσα στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πόλεμόνδε: эп. тж. πτόλεμόνδε adv. на войну, в бой Hom.