βαλλήν
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ὁ (not βαλήν Hdn.Gr.2.923),
A king, A.Pers.657, S.Fr.515. —Prob. Phrygian word acc. to Hsch., but Thurian acc. to Hermesianax Hist. ap. Ps.-Plu.Fluv.12.4: βαλληναῖον ὄρος, = βασιλικόν (in Phrygia) and βαλλήν, a fabulous precious stone, Ps.-Plu.Fluv.12.3,4.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βαλλήν: ὁ, (οὐχὶ βαλὴν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 17, Ἀρκάδ. 9), βασιλεύς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 658, Σοφ. Ἀποσπ. 144. (Λέξις Φρυγική, πιθανῶς συγγενὴς τῇ Ἑβρ. Baal, Bel (κύριος), πρβλ. Ἡσύχ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 313).
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
roi.
Étymologie: mot phrygien.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): βαλήν A.Pers.657, Hsch.
1 rey, soberano, βαλήν, ἀρχαῖος βαλήν ἴθι ἱκοῦ soberano, antiguo soberano ven, muéstrate A.l.c., ἰὼ βαλλήν S.Fr.515, interpretado como ἰὼ βασιλεῦ en S.E.M.1.313, cf. Hdn.Gr.2.923, voz de orig. frigio según Hermesian.Hist.1, cf. Hsch.
2 n. aplicado a la piedra del monte Βαλληναῖον Hermesian.Hist.1.
• Etimología: Quizá prést. frig.
Greek Monolingual
βαλλήν και βαλήν, ο (Α)
1. βασιλιάς
2. ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, λ. μικρασιατικής προέλευσης, πιθ. φρυγική. Ο συσχετισμός του τ. βαλλήν με λατ. dēbilis «ανάπηρος, ασθενής» ή με το χαρ. Α' wal- ή Β' walo «βασιλιάς» ή, τέλος, με υποθετικό αραμ. ba'lēna «κύριός μας» δεν φαίνεται δυνατός].
Greek Monotonic
βαλλήν: ὁ, βασιλιάς, σε Αισχύλ. [πιθ. προέρχεται από το Baal, Bel (= κύριος), εβραϊκές λέξεις].
Russian (Dvoretsky)
βαλλήν: ὁ v. l. = βαλήν.
Frisk Etymological English
ῆνος
Grammatical information: m.
Meaning: king (A.), also name of a mythical stone in Phrygia (Ps.-Plu.).
Other forms: Less certain βαλήν. παλην (inscr. IV B.C. Lycia)
Derivatives: βαλληναῖον (ὄρος) = βασιλικὸν ὄ.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: Unexplained. Thourian or Phrygian (H.a.o.). Anatolian, s. Solmsen Wortforsch. 138f. (not to Lat. dēbilis). The ending -ην is known in Pre-Gr. (Not here Aram. balēna our Lord.) S. Fur. 143.
Middle Liddell
[Prob. from Baal, Bel.]
a king, Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαλλήν -ῆνος, ὁ koning.