samenkomen
From LSJ
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
Dutch > Greek
συγγίγνομαι, συγκλείω, συγχωρέω, συμβαίνω, συμβάλλω, συμπαραγίγνομαι, συμπίπτω, συμπίτνω, συμφέρω, συμφοιτάω, συνάγω, συναντάω, συνάντομαι, σύνειμι, συνέρχομαι, συντυγχάνω, συρρήγνυμι, συστρέφω