samenkomen
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
Dutch > Greek
συγγίγνομαι, συγκλείω, συγχωρέω, συμβαίνω, συμβάλλω, συμπαραγίγνομαι, συμπίπτω, συμπίτνω, συμφέρω, συμφοιτάω, συνάγω, συναντάω, συνάντομαι, σύνειμι, συνέρχομαι, συντυγχάνω, συρρήγνυμι, συστρέφω