συνάντομαι

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάντομαι Medium diacritics: συνάντομαι Low diacritics: συνάντομαι Capitals: ΣΥΝΑΝΤΟΜΑΙ
Transliteration A: synántomai Transliteration B: synantomai Transliteration C: synantomai Beta Code: suna/ntomai

English (LSJ)

only pres. and impf., poet. for συναντάω, fall in with, meet, abs., Od.15.538; τινι 4.367, 21.31, Archil.89.5; ἀλλήλοισι δὲ τώ γε συναντέσθην παρὰ φηγῷ Il.7.22, cf. Hes.Th.877; in hostile sense, meet in battle, Il.21.34, cf. Pi.O.2.39; κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος satiety that accompanies not justice, ib.96: metaph., φόρμιγγι σ. approach (i.e. use) the lyre, Id.I.2.2.—Also in late Prose, Ant. Lib.35.2, Hdn.1.17.4 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 1001] nur praes. u. imperf., poet. statt συναντάω, begegnen, ἀλλήλοισι δὲ τώγε συναντέσθην, Il. 7, 22, υἱεῖ Πριάμοιο συνήντετο, 21, 34, wo es feindlich ist, ohne diesen Nebenbegriff, οἴῳ ἔῤῥοντι συνήντετο, Od. 4, 367; 21, 31 u. öfter; ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱὸς συναντόμενος, Pind. Ol. 2, 39; κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος, 96; φόρμιγγι, I. 2, 2, zur Phorminx; ἰόντι ὅτι συνήντετο, Eur. Ion 831; vgl. Lob. Phryn. 288.

French (Bailly abrégé)

impf. συνηντόμην;
se rencontrer avec, rencontrer.
Étymologie: σύν, ἄντομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άντομαι samenkomen (met), ontmoeten (ook in de strijd); met dat. of acc. iem.; overdr. overeenstemmen, met dat. met iets:. δίκᾳ met rechtvaardigheid Pind. O. 2.96.

Russian (Dvoretsky)

συνάντομαι: (только praes. и impf. συνηντόμην) встречаться, тж. сближаться, сходиться (τινι Hom., Eur.): συναντόμενος Hom. встречный; ἀλλήλοισι δὲ τώγε συναντέσθην παρὰ φηγῷ Hom. оба они сошлись у дуба; φόρμιγγι σ. Pind. играть на (досл. подходить к) форминге; κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος Pind. пресыщенность несовместима со справедливостью.

Greek (Liddell-Scott)

συνάντομαι: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ συναντάω, συναντῶ τινα, ἀπαντῶ, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 538· τινι Δ. 367, Φ. 31, Ἀρχίλ. 82. 5· ἀλλήλοισι δὲ τώγε συναντέσθην παρὰ φηγῷ Ἰλ. Η. 22, Ἡσ. Θ. 877· ὡσαύτως ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, συναντῶ ἐν μάχῃ, Ἰλ. Φ. 34, πρβλ. Πινδ. Ο. 2. 71· κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος, οὐχὶ δικαίως, αὐτόθι 175, ἔνθα ἴδε Σχόλ. καὶ ἑρμηνευτάς· μεταφορ., κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι, μετέχοντες τῆς κλυτῆς λύρας, πλησιάζοντες (δηλ. (μετα)χειριζόμενοι) τὴν λύραν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 2. 4. ― Ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288.

English (Slater)

συνάντομαι
   a abs., meet ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱὸς συναντόμενος (O. 2.39)
   b be accompanied by c. dat. κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος (O. 2.96) ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι (I. 2.2)

Greek Monolingual

ΜΑ
(ποιητ. τ.) (μόνο στον ενεστ. και παρατ.) συναντώ
αρχ.
(ειδικά) συναντώ σε μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄντομαι «συναντώ με φιλική ή εχθρική διάθεση»].

Greek Monotonic

συνάντομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., συναντώ τυχαία κάποιον, συναπαντώ, συναντώ, απόλ. ή με δοτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με εχθρική σημασία, συναντώ στη μάχη, συμπλέκομαι σε μάχη, συγκρούομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., φόρμιγγι συνάντομαι, πλησιάζω, συναντώ, απαντώ (δηλ. χειρίζομαι, παίζω) τη λύρα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

only in pres. and imperf.]
Dep. to fall in with, meet, absol. or c. dat., Hom., etc.; in hostile sense, to meet in battle, Il.: metaph., φόρμιγγι ς. to approach (i. e. use) the lyre, Pind.