ἀσόλοικος

From LSJ
Revision as of 12:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσόλοικος Medium diacritics: ἀσόλοικος Low diacritics: ασόλοικος Capitals: ΑΣΟΛΟΙΚΟΣ
Transliteration A: asóloikos Transliteration B: asoloikos Transliteration C: asoloikos Beta Code: a)so/loikos

English (LSJ)

ον,

   A not barbarous, S.Fr.629.    2 correct, without solecism, Zeno Stoic. 1.23. Adv. -κως AB452.    II metaph., uncorrupted, unspoiled, κρέας Eub.7.8; ἀ. παιδιά not coarse, refined, Plu.Cleom.13; of persons, unexceptionable, Phld.Acad.Ind.p.52 M. Adv. -κως Id.Vit.p.7J.

German (Pape)

[Seite 372] dasselbe, Soph. frg. 555, Hesych. προσηνές, οὐ βάρβαρον, vgl. Plut. Cleom. 13; Eubul. bei Ath. II, 63 d κρέας βόειον ἑφθὸν ἀσ., nicht durch künstliche Zubereitung verderbt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσόλοικος: -ον, ὁ ἄνευ σολοικισμοῦ, «ἔφασκε δὲ τοὺς μὲν τῶν ἀσολοίκων λόγους, καὶ ἀπηρτισμένους, ὁμοίους εἶναι τῷ ἀργυρίῳ τῷ Ἀλεξανδρινῷ· εὐοφθάλμους μὲν καὶ περιγραμμένους, καθὰ καὶ τὸ νόμισμα, οὐδὲν δὲ διὰ ταῦτα βελτίονας» Διογ. Λ. π. Ζήνωνος 7. 18· «ἀσόλοικον· ἥμερον, προσηνές, οὐ βάρβαρον, Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 555): - Ἐπιρρ. -κως, «ἀσολοίκως· τὸ ἀφελῶς» Α. Β. 452, 33. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ κρέατος, ἁγνόν, οὐχὶ κεκαρυκευμένον, κρέας βόειον ἑφθὸν ἀσόλοικον μέγα Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1. 8· ἀσ. παιδιά, οὐχὶ ἄγροικος, φιλόκαλος, τήν τε παιδιὰν ἐπίχαριν καὶ ἀσόλοικον ἐχόντων Πλουτ. Κλεομ. 13.

Spanish (DGE)

-ον
I 1gram. carente de errores, correcto, exacto τοὺς τῶν ἀσολοίκων λόγους Zeno Stoic.1.23.
2 fig. de pers. educado, correcto S.Fr.629, κατὰ τὴν ἐπιχείρησιν ἀ. ἦν Phld.Acad.Ind.52, παιδιά Plu.Cleom.13.
3 de alimentos sencillo, no elaborado κρέας ... ἑφθὸν ἀσόλοικον Eub.6.
II adv. -ως
1 educadamente Phld.Vit.7.
2 correctamente, AB 452.33.
3 sin afectación Phot.α 2981.

Greek Monolingual

ἀσόλοικος, -ον (Α) σόλοικος
1. ο μη βάρβαρος, ο πολιτισμένος
2. (για παιδιά) ο φιλόκαλος, ο ευπρεπής
3. (για κρέας) σκέτο, χωρίς καρυκεύματα
4. σωστός, χωρίς σολοικισμούς.

Russian (Dvoretsky)

ἀσόλοικος:
1) свободный от солецизмов, т. е. (о языке) чистый, правильный, безупречный (λόγοι Diog. L.);
2) не содержащий ничего грубого, изящный (παιδιά Plut.).