φούρκα

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΜΑ
1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι
2. αγχόνη, κρεμάλα
νεοελλ.
1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται»)
2. φρ. α) «τον έχω φούρκα» — τον έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον του
β) «μέ πιάνει φούρκα» — εξοργίζομαι, θυμώνω
3. παροιμ. «όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάννα» — λέγεται για συμμορία τυχοδιωκτών και αλητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furca «δίκρανο στήριγμα»].
(II)
η, Ν
στενό ορεινό πέρασμα, στενωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].