Ἡρακλεώτης

From LSJ
Revision as of 10:00, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡρακλεώτης Medium diacritics: Ἡρακλεώτης Low diacritics: Ηρακλεώτης Capitals: ΗΡΑΚΛΕΩΤΗΣ
Transliteration A: Hērakleṓtēs Transliteration B: Hērakleōtēs Transliteration C: Irakleotis Beta Code: *(hraklew/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A a man of Heraclea, Arist.Pol.1327b14, IG22.1271 (-ειώτης ib.12.145):—Adj. Ἡρακλεωτικός, ή, όν, of Heraclea, Arist.HA525b5; ἅμμα Heracl. ap. Orib.48.8.1; [καρύα] Thphr.HP 1.10.6, 3.6.5, cf. Zopyr. ap. Orib.14.50.2; ἀμύγδαλα Diocl.Fr.126; ὀρίγανος -κή Philum.Ven.16.9; but σκύφος Ἡρακλεωτικός is said to derive its name directly from Heracles, Ath.11.500a:—fem. also Ἡρακλειτ-ῶτις Thphr.HP3.3.8, al.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡρακλεώτης: -ου, ὁ, κάτοικος τῆς Ἡρακλείας, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 8, κ. ἀλλ.· ― ἐπίθ. Ἡρακλεωτικός, ή, όν, ἐξ Ἡρακλείας, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 4. 2, 3· ― ἀλλά, σκύφος Ἡρακλεωτικὸν λέγεται ὅτι ὠνομάσθη ἅτε πρώτου Ἡρακλέους χρησαμένου διὰ τὰς στρατείας, Ἀθήν. 500Α· ― ἡρακλεωτικὴ καρύα Θεόφρ. Ἱστ. Φυτ. 1. 10, 6., 3. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. Ἡρακλειώτης.

Russian (Dvoretsky)

Ἡρακλεώτης: ου ὁ уроженец или житель города Гераклеи Thuc., Xen., Plat.