παραθλίβω

From LSJ
Revision as of 12:05, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθλίβω Medium diacritics: παραθλίβω Low diacritics: παραθλίβω Capitals: ΠΑΡΑΘΛΙΒΩ
Transliteration A: parathlíbō Transliteration B: parathlibō Transliteration C: parathlivo Beta Code: paraqli/bw

English (LSJ)

[i],

   A press at the side, τὸν ὀφθαλμόν S.E.P.1.47; press close, π. τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ LXX 4 Ki.6.32; τὴν σάρκα Herod.Med. ap. Orib. 10.18.15:—Pass., Arat.993; παραθλιφθείσης τῆς κόρης Gal.UP10.12; τὸ ὕδωρ σῶμά ἐστιν… παρατεθλιμμένον εἰς χύσιν Herm. ap. Stob.1.49.68.    2 π. τῆς ἀναπνοῆς shut off part of the escape of air from a flute, Onos.10.3.

German (Pape)

[Seite 479] von der Seite oder an der Seite drücken, ὀφθαλμόν, Sext. Emp. pyrrh. 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

παραθλίβω: [ῑ], θλίβω πλαγίως, τὸν ὀφθαλμὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 47· π. τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 32).

Greek Monolingual

Α
1. θλίβω από τα πλάγια («παραθλίβειν τὸν ὀφθαλμόν», Σέξτ. Εμπ.)
2. πιέζω δυνατά («παραθλίβειν τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ», ΠΔ)
3. φράζω εν μέρει την οπή του αυλού από την οποία φεύγει ο αέρας.

Russian (Dvoretsky)

παραθλίβω: (ῑ) нажимать сбоку, надавливать со стороны (τὸν ὀφθαλμόν Sext.).