κοκκύμηλον

From LSJ
Revision as of 15:20, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκύμηλον Medium diacritics: κοκκύμηλον Low diacritics: κοκκύμηλον Capitals: ΚΟΚΚΥΜΗΛΟΝ
Transliteration A: kokkýmēlon Transliteration B: kokkymēlon Transliteration C: kokkymilon Beta Code: kokku/mhlon

English (LSJ)

τό,

   A plum, Archil.173, Hippon. 81, Alex.272.5, Thphr.HP1.10.10, Gal.6.613.

German (Pape)

[Seite 1471] τό (Kuckucksapfel), Pflaume; Ath. II, 49 e ff.; Theophr.; vgl. B. A. 103, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκύμηλον: τό, μῆλον τοῦ κόκκυγος, ὄνομα τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, εἶδος ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prune, fruit.
Étymologie: κόκκυξ, μῆλον².

Greek Monolingual

κοκκύμηλον, τὸ (Α)
το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το -υ- υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση της λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό του συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε πιθ. το σύνθετο κοδύ-μαλον (βλ. κυδώνι].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: plum (Archil.)
Derivatives: κοκκυμηλέα f. plum-tree (Arar. Com., Thphr.), -μηλών m. plum-garden (Gloss.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connection zu κόκκος seems probable given the facts ("Kernobst" Schrader-Nehring Reallex. 2, 182); -υ- would be folk-etymological after κόκκυξ, though there is no further motivation; cf. Strömberg Pflanzennamen 73. Note κοδύ-μαλον (s. κυδώνια). Could be Pre-Greek.

Frisk Etymology German

κοκκύμηλον: {kokkúmēlon}
Grammar: n.
Meaning: Pflaume (seit Archil.)
Derivative: mit κοκκυμηλέα f. Pflaumenbaum (Arar. Kom., Thphr. u. a.), -μηλών m. Pflaumengarten (Gloss.).
Etymology : Beziehung zu κόκκος liegt sachlich nahe ("Kernobst" Schrader-Nehring Reallex. 2, 182); -υ- wäre dann volksetymologisch von κόκκυξ eingedrungen, obwohl eine nähere Begründung fehlt; vgl. indessen Strömberg Pflanzennamen 73. Zu beachten κοδύμαλον (s. κυδώνια).
Page 1,896