жгучий
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
Russian > Greek
ἀειφλεγής, φλογοειδής, πλήκτης, καυματώδης, περιφλεγής, πολυκαγκής, διώδυνος, πυρίβλητος, ἄπυρος, φλογώδης, ὀξύς, θαλυκρός, αἴθοψ, πυριφλεγής, αἴθων, ονος, τομός, μαλερός, θερμός, ἔμπυρος