прочный
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Russian > Greek
ἐχυρός, παραμόνιμος, παρμόνιμος, ἐπιστατικός, κάτοχος, βέβαιος, ὀχυρός, ἰσχυρός, ἀμαιμάκετος, μόνιμος, ἀτειρής, ἔμμονος, δευσοποιός, ἔμπεδος, εὐπρυμνής, δυσραγής, καρτερός, ῥωμαλέος, συστατός, σύστατος, κραταιγύαλος, ἐμβριθής, εὐσταθής, ἐϋσταθής