обеспечивать
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Russian > Greek
προσμηχανάομαι ;; συμπαρέχω ;; ἐκπορίζω ;; ἐμπεδόω ;; παραφυλάσσω ;; παραφυλάττω ;; ἀσφαλίζω ;; ἐκβεβαιόομαι ;; ἐξασφαλίζομαι ;; προβλέπομαι ;; ἐφοδιάζω ;; ἐποδιάζω ;; προστατεύω ;; ὀχυρόω ;; βεβαιόω ;; ἐπιμελέομαι ;; φυλάσσω