καταβιβασμός

From LSJ
Revision as of 15:52, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβῐβασμός Medium diacritics: καταβιβασμός Low diacritics: καταβιβασμός Capitals: ΚΑΤΑΒΙΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: katabibasmós Transliteration B: katabibasmos Transliteration C: katavivasmos Beta Code: katabibasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A decrease, = ὑπόβασις, Procl.Par.Ptol.67.    II throwing of the accent forward, Sch.Od.5.248, Eust.1361.39:—also καταβίβᾰσις, εως, ἡ, EM610.24.

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, das Heruntersteigenlassen, Herunterbringen, -führen, Schol. Od. 5, 248 u. a. Sp. Vom Vorrücken des Accentes, E. M. 422, 21.

Greek (Liddell-Scott)

καταβιβασμός: ὁ, τὸ καταβιβάζειν, Πρόκλ. παράφ. Πτολ. σ. 67. 8. ΙΙ. ἡ καταβίβασις τοῦ τόνου πρὸς τὸ τέλος τῆς λέξεως, Εὐστ. 1361. 39· οὕτω, καταβίβασις, εως, ἡ, «ἄνθος πλεονασμῷ τοῦ ξ ξάνθος καὶ καταβιβάσει τοῦ τόνου ξανθὸς» Ἐτυμ. Μ. 610. 24.

Greek Monolingual

ο (AM καταβιβασμός) καταβιβάζω
1. καταβίβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα, μείωση
2. φρ. γραμμ. «καταβιβασμός τόνου» — το κατέβασμα του τόνου προς το τέλος της λέξεως, προς τη λήγουσα.