καταληπτικός

From LSJ
Revision as of 15:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταληπτικός Medium diacritics: καταληπτικός Low diacritics: καταληπτικός Capitals: ΚΑΤΑΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katalēptikós Transliteration B: katalēptikos Transliteration C: kataliptikos Beta Code: katalhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to check, τοῦ θορυβητικοῦ Ar.Eq.1380.    2 conveying direct apprehension of an object, κ. φαντασία Stoic.2.26, etc.; κ. λόγος Phld.Rh. 2.120 S.; τὸ -κόν M.Ant.4.22. Adv. -κῶς by direct apprehension, Stoic.2.27; manifestly, φαίνεσθαι Cleom.1.8.

German (Pape)

[Seite 1360] ή, όν, zum Erfassen, Auffassen, Begreifen geschickt; φαντασία Luc. Conv. 23, wie Plut. plac. philos. 4, 8; M. Ant. 4, 22; S. Emp. pyrrh. 1, 68; κριτήριον κ. 2, 63; auch καταληπτικοί, adv. eth. 75; κατ. τοῦ θορυβητικοῦ Ar. Equ. 1380 erkl. Schol. προκαταλαμβανόμενος τοὺς ἀκούοντας, ὥςτε θόρυβον μὴ κινῆσαι.

Greek (Liddell-Scott)

καταληπτικός: -ή, -όν, δυνάμενος νὰ καταλάβῃ ἢ ἀναχαιτίσῃ, κ. τοῦ θορυβητικοῦ, «προκαταλαμβανόμενος τοὺς ἀκούοντας ὥστε θόρυβον μὴ κινῆσαι» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, δυνάμενος νὰ ἐννοήσῃ, κ. φαντασία Διογ. Λ. 9. 11, Πλούτ. 2. 889Ε, κτλ.· τὸ -κόν, ἡ δύναμις τῆς ἀντιλήψεως, τοῦ ἐννοεῖν, Μ. Ἀντων. 4. 22.― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ βάθος, ἐντελῶς, μαθητευθέντες καταληπτικῶς ἐπιγνώσονται Κλήμ. Ἀλ. 378, κτλ. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς νόσον, κατάληψιν ἢ καταληψίαν, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Moschio Muliebr. αἱ ληθαργικαὶ καὶ κ. ἀπὸ τῶν ἀναληπτικῶν χωρίζονται.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 apte à retenir, à arrêter;
2 apte à comprendre ; τὸ καταληπτικόν la faculté de comprendre.
Étymologie: καταλαμβάνω.

Greek Monotonic

καταληπτικός: -ή, -όν (καταλαβεῖν), αυτός που μπορεί να εμποδίζει ή να αναχαιτίζει, με γεν., σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταληπτικός -η -ον [καταλαμβάνω] in staat in toom te houden, met gen.: κ. τοῦ θορυβητικοῦ in staat de rumoerige massa in toom te houden Aristoph. Eq. 1380. begrips-, in staat tot begrip: fil. κ. φαντασία een mentale voorstelling die gepaard gaat met begrip (van het object van waarneming).

Russian (Dvoretsky)

καταληπτικός:
1) останавливающий, прекращающий: κ. τοῦ θορυβητικοῦ Arph. умеющий унимать шум;
2) схватывающий, восприимчивый (φαντασία Plut., Luc., Sext.).

Middle Liddell

καταληπτικός, ή, όν καταλαβεῖν
able to keep down or check, c. gen., Ar.