κυκλίσκος

From LSJ
Revision as of 16:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλίσκος Medium diacritics: κυκλίσκος Low diacritics: κυκλίσκος Capitals: ΚΥΚΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kyklískos Transliteration B: kykliskos Transliteration C: kykliskos Beta Code: kukli/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κύκλος,

   A small circle in a diagram, Ptol.Hyp.1.9, al.; as part of an instrument, Id.Alm.1.12.    2 small round cake of wax, Dsc. 2.83; lozenge, = τροχίσκος, Hp.Mul.2.188, Gal.12.276, Lycusap. Orib.8.25.23, Aët.15.37.    II ring to pass the reins through, Gal. 2.323.    2 circular opening of a coop, Ph.Bel.78.1.    3 f.l. for κοιλίσκος (q.v.).    III round spot, Clytus 1.

German (Pape)

[Seite 1526] ὁ, dim. von κύκλος, kleiner Kreis, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κύκλος, τροχίσκος, μικρὸν στρογγύλον πρᾶγμα, κηροῦ Διοσκ. 2. 105· β΄ ὑποκορ. κυκλίσκιον, τό, αὐτόθι, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. δακτύλιος, δι’ οὗ διήρχοντο αἱ ἡνίαι, Γαλην. ΙΙΙ. κυκλικόν τι ἀστρονομικὸν ὄργανον, Πτολ. IV. στρογγύλον σημεῖον, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655D.

Greek Monolingual

κυκλίσκος, ὁ (Α)
1. μικρός κύκλος
2. τμήμα αστρονομικού οργάνου κυκλικού σχήματος
3. στρογγυλό στίγμα
4. μικρή στρογγυλή πίτα
5. χάπι
6. δακτύλιος και ιδίως αυτός από τον οποίο διέρχονταν τα ηνία άρματος
7. το κυκλικό άνοιγμα ορνιθώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. αστερ-ίσκος, κολπ-ίσκος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλίσκος -ου, ὁ, demin. van κύκλος, ringetje, plakje.