προσανοιμώζω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A moan or sigh at a thing, Plb.5.16.4.
German (Pape)
[Seite 750] (s. οἰμώζω), dabei aufseufzen, Pol. 5, 16, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσανοιμώζω: ἀνοιμώζω, ἀναστενάζω πρός τι, Πολύβ. 5. 16, 4.
Greek Monolingual
Α
θρηνώ επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ + ἀνοιμώζω «θρηνώ, κλαίω δυνατά»].
Russian (Dvoretsky)
προσανοιμώζω: (по поводу чего-л.) вздыхать (καταπλαγεὶς καὶ προσανοιμώξας Polyb.).