Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στυτικός

From LSJ
Revision as of 19:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡτικός Medium diacritics: στυτικός Low diacritics: στυτικός Capitals: ΣΤΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stytikós Transliteration B: stytikos Transliteration C: stytikos Beta Code: stutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (στύω)

   A causing priapism, σ. δυνάμεις aphrodisiacs, Phylarch.35(b)J. (στυπτ- codd.Ath.).

German (Pape)

[Seite 959] zur Aufrichtung des männlichen Gliedes gehörig, dieselbe bewirkend, Ath. I, 18 e.

Greek (Liddell-Scott)

στῡτικός: -ή, -όν, (στύω) ὁ προξενῶν πριαπισμόν, διεγείρων ἢ ἐρεθίζων τὸ ἀνδρικὸν μόριον, στ. δυνάμεις, τὰ ἀφροδισιακὰ φάρμακα, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 18Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.