στρηνύζω

From LSJ
Revision as of 20:01, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρηνύζω Medium diacritics: στρηνύζω Low diacritics: στρηνύζω Capitals: ΣΤΡΗΝΥΖΩ
Transliteration A: strēnýzō Transliteration B: strēnyzō Transliteration C: strinyzo Beta Code: strhnu/zw

English (LSJ)

(στρηνής)

   A trumpet, of elephants, Juba 37 (corr. Schneider for στρυνύζω).

German (Pape)

[Seite 954] rauh und stark schreien, eigtl. von der Stimme des Elephanten, auch στρυνύζω geschrieben, Poll. 5, 88.

Greek (Liddell-Scott)

στρηνύζω: (στρηνής) ἠχῶ ὡς σάλπιγξ, φωνάζω τραχέως καὶ ἠχηρῶς, ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων, Ἰόβας παρὰ Πολυδ. Ε´, 88 (μετὰ διαφόρ. γραφ. στρυνύζω).

Greek Monolingual

Α
(για τους ελέφαντες) ηχώ σαν σάλπιγγα, έχω τραχιά και ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρηνής «οξύς διαπεραστικός» πιθ. κατά τα κελαρύζω, ὀλολύζω.